σκαρλατίνα

σκαρλατίνα
η скарлатина

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σκαρλατίνα" в других словарях:

  • σκαρλατίνα — η, Ν ιατρ. η λοιμώδης νόσος οστρακιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. scarlatina < μτγν. λατ. scarlata, scarlatum «κομμάτι υφάσματος»] …   Dictionary of Greek

  • σκαρλατίνα — η (λ. ιταλ.), είδος επιδημικής αρρώστιας, οστρακιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οστρακιά — η μολυσματική αρρώστια που εκδηλώνεται με ερυθρό εξάνθημα, αλλ. σκαρλατίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»